- ναία
- νᾱΐᾱ , νήιοςfem nom/voc/acc dual (doric)νᾱΐᾱ , νήιοςfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νάια — Νάϊα και Νᾱα, τὰ (Α) [Νάϊος] γιορτή που τελούνταν προς τιμή τού Ναΐου Διός στη Δωδώνη … Dictionary of Greek
Ναῖ' — Ναῖα , Νάια neut nom/voc/acc pl Ναῖε , Νάιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίοις — Νάια neut dat pl Νάιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίοισι — Νάια neut dat pl (epic ionic aeolic) Νάιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίοισιν — Νάια neut dat pl (epic ionic aeolic) Νάιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίων — Νάια neut gen pl Νάιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαναΐα — ἡ, Α μοίρα στόλου από δεκαπέντε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ναΐα (< ναῦς), πρβλ. δεκα ναΐα, πεντα ναΐα] … Dictionary of Greek
ная́да — ы, ж. В древнегреческой мифологии: нимфа рек и ручьев. Но кто вдали, нарушив тишину, Уснувшую волну Подъемлет и колеблет? Прелестная нагая Богиня синих вод Наяда молодая. А. Кольцов, Наяда. [греч. Ναϊας, Ναϊαδος] … Малый академический словарь
πενταναΐα — και πεντεναΐα, ἡ, Α μοίρα στόλου από πέντε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + ναΐα (< ναῦς), πρβλ. δεκα ναΐα] … Dictionary of Greek
σελαναία — σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc/acc dual (doric) σελᾱναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)